- καρπαλιμως
- καρπαλίμωςκαρπᾰλίμωςбыстро, стремительно
(φέρειν τι Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(φέρειν τι Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καρπαλίμως — καρπάλιμος swift adverbial καρπάλιμος swift masc acc pl (doric) καρπάλιμος swift adverbial καρπάλιμος swift masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπάλιμος — καρπάλιμος, ον (Α) 1. ταχύς («ποσὶ καρπαλίμοισι», Ομ. Ιλ.) 2. ανυπόμονος («ἐκ καρπαλιμᾱν γενύων» από τα βιαστικά, γρήγορα σαγόνια, Πίνδ.). επίρρ... καρπαλίμως (Α) ταχέως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Προέρχεται πιθ. με ανομοίωση από αμάρτυρο τ … Dictionary of Greek